Η δυσκολία του όχι

Πολλές φορές στη ζωή μας τυχαίνει να αισθανόμαστε παγιδευμένοι σε αποφάσεις ή επιλογές που δεν είναι απόλυτα δικές μας. Επιλογές που αποδεικνύονται ότι δεν ικανοποιούν τις δικές μας προσωπικές ανάγκες και αφήνουν ένα συναίσθημα δυσφορίας και ανικανοποίητου. Αυτή η αίσθηση συντηρείται μέσα από μια συνεχή θέση απέναντι στα πράγματα, μέσα από μια λέξη, το ΝΑΙ σε όλους και σε όλα. Και υπάρχει ένα και μόνο κλειδί που μπορεί να μας απεγκλωβίσει. Και το κλειδί αυτό είναι το ΟΧΙ.

Τι είναι όμως αυτό που μας δυσκολεύει στο να πούμε όχι, να αρνηθούμε σε κάποιον κάτι, να θέσουμε τα δικά μας προσωπικά όρια στις σχέσεις μας;

Σύμφωνα με το μοντέλο της Γνωστικής Αναλυτικής Ψυχοθεραπείας, η δυσκολία μας αυτή φαίνεται να πηγάζει απο μια πιο βαθιά ανάγκη που αντιστοιχεί στα πρώτα χρόνια της ζωής μας. Αποτελεί μια στάση που μπορεί να ήταν αναγκαία στην παιδική ηλικία για την επιβίωση μας και που πολλές φορές τείνει να μας συνοδεύει στην ενηλική ζωή, χωρίς να αναθεωρείται ή να είναι πια βοηθητική. Το να κρατάμε τους γύρω μας ικανοποιημένους, αποτελεί έναν αρχικά απλό τρόπο να αισθανόμαστε ασφαλείς, αλλά μπορεί σιγά σιγά αυτή μας η ανάγκη να μετατρέπεται σε παγίδα, σε έναν φαύλο κύκλο.

Όταν αισθανόμαστε επομένως αβεβαιότητα για τον εαυτό μας, ελπίζουμε ότι αν ευχαριστούμε τους άλλους θα βρούμε την αγάπη, την ασφάλεια και την φροντίδα. Επικεντρωνόμαστε στις επιθυμίες και πεποιθήσεις των άλλων, δυσκολευόμενοι ωστόσο να βρούμε τη δική μας προσωπική φωνή. Σα να λαμβάνουμε την αποδόχη και συνεπώς την επιβεβαίωση για την αξία μας μέσα από την ικανοποίηση των άλλων.

Ώστόσο, μέσα στη προθυμία μας να ευχαριστούμε, αισθανόμαστε ότι χάνουμε τον έλεγχο στη ζωή μας και στις επιλογές μας και μετατρεπόμαστε  σταδιακά σε “θύματα” εκμετάλλευσης. Νιώθουμε χρησιμοποιημένοι, πληγωμένοι, και συνεπώς θυμώνουμε, μελαγχολούμε, έχουμε ενοχές. Και έτσι η ανασφάλεια για τον εαυτό μας ενισχύεται.

Τότε βρισκόμαστε μπροστά στο δίλημμα ή να καταπιούμε τα συναισθήματα και τις ανάγκες μας ή να τα εκφράσουμε έντονα με θυμό. Καταπίνοντας όμως αυτά τα συναισθήματα, εκείνα δεν εξαφανίζονται. Στρέφονται προς τον εαυτό αντί προς τους άλλους, εκδηλώνοντας πολλές φορές συμπτώματα, όπως κατάθλιψη, άγχος, σωματικά συμπτώματα.

Από την άλλη μεριά, τι γίνεται στην ιδέα ότι εκφραζόμαστε έντονα, ότι ικανοποιούμε τις δικές μας ανάγκες αντί των άλλων; Αυτό ίσως μας κάνει να αισθανόμαστε ενοχές, ότι είμαστε κακομαθημένοι και αχάριστοι απέναντι σε αυτόν που αρνούμαστε, νιώθουμε ότι κινδυνεύουμε να πληγώσουμε τον άλλον, το οποίο με τη σειρά του μας κάνει να νιώθουμε ενοχή και φόβο ότι οι θα θυμώσει και θα μας απορρίψει. Και έτσι  για να νιώσουμε πάλι ασφαλείς, επιστρέφουμε στην επιλογή της ικανοποίησης των άλλων.

Πολλές φορές, τείνουμε να μπερδεύουμε την διεκδικότητα με την επιθετικότητα. Το να διεκδικούμε, ωστόσο, με έναν υγιή τρόπο τα δικαιώματα μας και τις ανάγκες μας, και να θέτουμε με σαφήνια και ηρεμία τα δικά μας όρια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καταπατούμε και απορρίπτουμε τα όρια των άλλων, είναι απόλυτα αποδεκτό.

Ο φόβος απόρριψης και εγκατάλειψης λοιπόν, η αίσθηση της “υπό όρους” αποδοχής (μόνο αν είμαι καλό παιδί, καλός μαθητής, καλός στη δουλειά μου, θα με αγαπάνε), αποτελούν θέματα που πιθανώς προέρχονται από την παιδική μας ηλικία, και έρχονται με έναν ασυνειδητο τρόπο πια να καθορίζουν τις ενέργειες και τον τρόπο που συνδεόμαστε.

Είναι σημαντικό να προκαλέσουμε αυτό το μαθημένο τρόπο σύνδεσης μας με τους άλλους. Όσο η ενέργεια μας καταναλώνεται στο να ικανοποιούμε αποκλειστικά τις ανάγκες των άλλων, δεν μπορούμε να αναπτύξουμε τον αληθινό εσωτερικό μας εαυτό, αλλά αντιθέτως αναπτύσσουμε ένα εαυτό που συνεχώς μάχεται να επιβιώσει.  Εάν επιμείνουμε σταθερά στο δικαίωμα μας για αλλαγή, αυτοί που μας νοιάζονται πραγματικά θα το αποδεχθούν.

Το να ευχαριστούμε τους άλλους φυσικά είναι μια χρήσιμη και αναγκαία δεξιότητα στην ανάπτυξη σχέσεων και στην ανθρώπινη αλληλεπίδραση. Αλλά όταν ολόκληρη η ζωή μας είναι αφιερώμενη σε αυτό, αυτός ο τρόπος σύνδεσης μπορεί να μετατραπεί σε μια καταστροφική και στερητική για τον εαυτό παγίδα, διαωνίζοντας τους χειρότερούς μας φόβους.

γονεϊκότητα

Το ταξίδι προς την γονεϊκότητα

Το ταξίδι προς τη γονεϊκότητα αποτελεί μια σημαντική διαδρομή στην ζωή του ατόμου, ένα ταξίδι που δεν ξεκινά πάντα από τη σύλληψη και την εγκυμοσύνη, αλλά πολλές φορές έχει ως αφετηρία την ανάδυση της επιθυμίας απόκτησης παιδιού. Η επιθυμία για παιδί είναι μια σύνθετη και πολυδιάστατη έννοια. Πέρα από τις βιολογικές και περιβαλλοντικές συνιστώσες που ασκούν σίγουρα επιρροή, η δύναμη και η πολυπλοκότητα της επιθυμίας αυτής πηγάζει επίσης από εσωτερικά ψυχικά κίνητρα και βαθύτερες επιθυμίες, και όλα μαζί αλληλοεμπλέκονται για να συνθέσουν την προϊστορία του δεσμού που θα δημιουργηθεί με το μελλοντικό παιδί.


Ένα από τα βαθύτερα κίνητρα που κινητοποιεί την επιθυμία για παιδί, είναι η αίσθηση πληρότητας και ικανότητας που προσδίδεται στον εαυτό. Μέσω της σύλληψης αλλά και της απόκτησης του παιδιού, ο γονέας αποκτά ένα αίσθημα ολοκλήρωσης, καθώς το σώμα βιώνεται ως υγιές, αποτελεσματικό και γόνιμο, αντισταθμίζοντας φόβους και άγχη ανικανότητας ή ατέλειας. Με τον τρόπο αυτό διατηρείται μια εικόνα ενός ολοκληρωμένου, τέλειου και παντοδύναμου δημιουργού-εαυτού. Η αίσθηση αυτής της τελειότητας δε μένει μόνο στο σώμα. Στα όνειρα του γονέα αναπαριστάται ένα μωρό, το οποίο ανταποκρίνεται τέλεια στην επαφή μαζί του και καθρεφτίζει το ιδανικό και τέλειο κομμάτι του εαυτού τους, προβάλλοντας το πόσο επιτυχημένος, ικανός και φροντιστικός είναι.


Μέσα από την επιθυμία για παιδί ικανοποιείται επίσης η επιθυμία δημιουργίας ενός αντιγράφου του εαυτού και συνεπώς με έναν τρόπο διασφαλίζεται η συνέχεια στο χρόνο. Αποτελεί με άλλα λόγια την εξασφάλιση ενός αισθήματος αθανασίας, καθώς δινεται η ελπίδα στο γονέα ότι το μελλοντικό του μωρό θα αναπαραγει τον εαυτό του και θα επεκτείνει την ιστορία του. Το οικογενειακό όνομα, τα οικογενειακά χαρακτηριστικά, η συνέχιση της επαγγελματικής παράδοσης της οικογενειας, όλα αποτελούν τη σύνδεση με το παρελθόν αλλά και την υπόσχεση για διαρκή ύπαρξη στο μέλλον.


Μιλώντας για σύνδεση με το παρελθόν… η δυνατότητα επανόρθωσης προσωπικών εμπειριών και σχέσεων που είχε ως παιδί ο μελλοντικός γονιός, αποτελεί ένα εσωτερικό κίνητρο που συμβάλλει στην επιθυμία του για παιδί. Η σχέση που θα δημιουργήσει μαζί του, του προσφέρει την ευκαιρία να αναβιώσει τις δικές του εμπειρίες και σχέσεις που είχε με τους δικούς του γονείς, και είτε να τις επαναλάβει είτε πολλές φορές να τις διορθώσει. Αναμνήσεις που μπορεί να έχουν καταγραφεί βαθιά, όπως ένας αυστηρός και επικριτικός γονέας, ένας απών, αδιάφορος πατέρας, μια υπερπροστατευτική και ελεγκτική μητέρα, έρχονται ξανά στην επιφάνεια μέσα από αυτή τη νέα σημαντική σχέση. Δίνεται λοιπόν η ευκαιρία να τις βιώσει εκ νέου, να τις επαναδιαπραγματευτεί μέσα από ένα νέο πρίσμα, αυτού του γονέα, να τις διορθώσει και να τις τακτοποιήσει μέσα του. Θα μπορούσε να πει κανείς λοιπόν ότι ο ερχομός ενός παιδιού αποτελεί μια θεραπευτική και επανορθωτική εμπειρία των παιδικών βιωμάτων και σχέσεων του γονέα του.


Η ιδέα της γονεϊκότητας αποτελεί και μια υπόσχεση επιτυχίας και εκπλήρωσης των ονείρων και των χαμένων ευκαιριών του μελλοντικού πατέρα ή της μελλοντικής μητέρας. Πιθανές αποτυχίες στη ζωή τους ή ευκαιρίες που χάθηκαν λόγω του περιορισμού τους με τον ερχομό του παιδιού, βρίσκουν καταφύγιο και ελπίδα σε εκείνο. Έτσι το μελλοντικό παιδί θα είναι ικανό να διαφυλάξει και να συνεχίσει τα ιδανικά και τα όνειρα του γονέα του, ο οποίος αισθάνεται πως μέσω αυτού θα μπορέσει να φτάσει στο απόγειο της τελειότητας και της ολοκλήρωσης που επιθυμούσε στην παιδική του ηλικία.


Φαίνεται λοιπόν πως είναι εγγενώς προκαθορισμένο ότι οι γονείς, μαζί με τη ζωή που προσφέρουν στα παιδιά τους, τους κληροδοτούν τις αναπαραστάσεις, τα βιώματα τους και τις βαθιές τους επιθυμίες. Η ύπαρξη αυτών, παρότι αντανακλούν μια ναρκισσιστική, εγωιστική πλευρά της γονεϊκότητας, είναι επίσης απαραίτητη για τη δημιουργία ενός συναισθηματικού δεσμού ανάμεσα στο παιδί και τους φροντιστές του. Με αυτόν τον τρόπο οι γονείς νιώθουν ότι το μωρό τους είναι ό,τι πιο πολύτιμο. Αισθάνονται πως φροντίζοντας το στην ουσία φροντίζουν ένα κομμάτι του δικού τους εαυτού και έτσι έχουν τη δύναμη να παραμερίσουν τις δικές τους ανάγκες και επιθυμίες και να του αφιερώσουν όλη τους την φροντίδα.


Το παιδί θα αποτελέσει έναν άγραφο πίνακα- tabula rasa- όπου θα εγγραφεί και θα αναπαραχθεί το συνειδητό και ασυνείδητο υλικό των γονιών του. Ωστόσο κάτι τέτοιο είναι καλό να συμβεί με έναν ισορροπημένο τρόπο, προσαρμόζοντας το υλικό αυτό σύμφωνα με το ψυχισμό του κάθε παιδιού, ούτως ώστε να μην υπερκαλυφθεί και χαθεί η μοναδικότητα της προσωπικότητας του και να μην ακολουθήσει μια προδιαγεγραμμένη διαδρομή ζωής από τους προγόνους του.


Η επιθυμία απόκτησης παιδιού λοιπόν, και τα βαθύτερα κινήτρα που κρύβει, σηματοδοτούν την έναρξη του ταξιδιού προς την γονεϊκότητα. Το ταξίδι αυτό, σε αντίθεση με άλλα ταξίδια, δε μοιάζει να έχει τερματικό σταθμό. Η γονεϊκότητα είναι μια περίοδος που δεν τελειώνει όταν αρχίσει. Αποτελεί μια διαδρομή συνεχούς εξέλιξης, εξερεύνησης και πορείας, με αποσκευές γεμάτες ασυνείδητες επιθυμίες, προσδοκίες και φαντασιώσεις, αλλά και πολλά ανάμεικτα συναισθήματα. Φόβος, ανησυχίες, πολλές φορές και αμφιβολίες εγείρονται κατά την προετοιμασία των γονιών, αλλά και μετέπειτα φυσικά. Η αίσθηση της τελειότητας και παντοδυναμίας του ίδιου του εαυτού, η ευκαιρία για επανορθωτικές εμπειρίες και η δυνατότητα εκπλήρωσης των χαμένων ονείρων, όλα μαζί λειτουργούν προστατευτικά απέναντι σε αυτά τα αρνητικά συναισθήματα, αφήνοντας ψυχικό χώρο για την ανάπτυξη του σημαντικού αυτού δεσμού με το παιδί.

τι σημαίνει αλλαγή

Τι σημαίνει αλλαγή;

Είναι σύνηθες πως όταν υποφέρουμε σημαντικά ή έχουμε βρεθεί σε αδιέξοδο, τότε είναι που αναρωτιόμαστε τι μπορούμε να κάνουμε να φέρουμε την αλλαγή. Ο καθένας ψάχνει την αλλαγή για διαφορετικούς λόγους. Να αισθανθεί λιγότερο άγχος. Να ξεπεράσει καποια δύσκολα προβλήματα, όπως μια κατάθλιπτική διάθεση ή κάποιες φοβίες. Να αισθανθεί μεγαλύτερο έλεγχο στη ζωή του. Να σταματήσει να κάνει καταστροφικές σχέσεις ή να ακολουθεί επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Μήπως όμως η αλλαγή αποτελεί μια δύσκολη διαδικασία; Μήπως από την άλλη είναι προτιμότερο τα πράγματα να μένουν ως έχουν, γνώριμα; Χωρίς αλλαγή;

Ο μύθος της πανδώρας, η αντίληψη δηλαδή του οτι δεν πρέπει να αναμειγνύεσαι με πράγματα που δεν καταλαβαίνεις ή δε γνωρίζεις, υπονοεί πως ό,τι είναι καλά κλειδωμένο, θα φέρει την καταστροφή μόλις έρθει στο φως. Αυτές οι σκέψεις μας αποτρέπουν απο το να ψάχνουμε βαθιά μέσα μας και να έχουμε δυνατότητες επιλογής. Ενθαρρύνουν τις αποφευκτικές συμπεριφορές και επιβεβαιώνουν ότι είμαστε περιορισμένοι από το φόβο και το άγνωστο. Είναι επομένως αρκετά δύσκολο να έρθουμε αντιμέτωποι με τα κρυφά μας, απωθημένα στοιχεία, γιατί αν αναδυθούν θα είναι καταστροφικό. Ωστόσο αν δεν ανακαλύψουμε ποιοι είναι οι εσωτερικοί μας δαίμονες και επιμένουμε να τους κρατάμε μακρυά από την επιφάνεια του συνειδητού, εκείνοι έχουν την τάση να προβάλλονται αλλού. Τους βλέπουμε σε άλλους ανθρώπους, μέσα στις σχέσεις μας, στα όνειρα μας.

Η “σκιά” στη Γιουγκιανή ψυχολογία αναφέρεται σε όσα στοιχεία δεν βρίσκονται στο φως, και συνήθως είναι όλα αυτά που φοβόμαστε ή δε μας αρέσουν. Αποδεχόμενοι αυτή τη σκιά ως ένα υπάρχον κομμάτι του ολοκληρωμένου εαυτού (δεν υπάρχει ηλιος χωρίς σκιά, δεν υπάρχει μέρα χωρίς νύχτα) σημαίνει ότι είμαστε πρόθυμοι να την αντικρίσουμε ως έχει και να την αγκαλιάσουμε. Είναι προτιμότερο να την κατέχουμε εμείς, παρά να μας κατέχει εκείνη.

Είναι λοιπόν σαν ο εαυτός μας να είναι χωρισμένος σε δυο μέρη, στον κρυφό εαυτό και στον εαυτό που ζει στον κόσμο. Ο κρυφός εαυτός, ο οποίος αποκόπτεται, εκφράζεται μέσα από όνειρα, τις παρορμητικές και καμια φορά ανεξήγητες συμπεριφορές, τις παράλλογες αλλαγές διάθεσης, τα αρνητικά συναισθήματα όπως θυμό, έντονη θλίψη και αίσθήματα κενού.

Χρειαζόμαστε λοιπόν να κάνουμε μια βαθιά βουτιά και να έρθουμε σε επαφή με όλα τα κομμάτια μας για να μπορέσουμε να δούμε τον εαυτό μας ολοκληρωμένο. Παράλληλα, η διερεύνηση του τρόπου που έχουμε μάθει να αλληλεπιδρούμε, να αισθανόμαστε και να βιώνουμε τις εμπειρίες μας, μας βοηθάει να αντιληφθούμε καλύτερα τι είναι αυτό που μας συμβαίνει, αποκτώντας μια βαθύτερη κατανόηση. Και τότε είναι που θα είμαστε έτοιμοι να αποδεσμεύσουμε τον εαυτό μας από τα κομμάτια που μας δυσκολεύουν και μας κάνουν να νιώθουμε παγιδευμένοι σε ένα αδιέξοδο, επιτρέποντας τον με αυτόν τον τρόπο να ελευθερωθεί.